- ἀποδεκτούς
- ἀποδεκτόςacceptablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιαλλαγή — (Νομ.). Προσπάθεια άμεσης, φιλικής επίλυσης μιας διαφοράς ή και το αποτέλεσμα της προσπάθειας. Μπορεί να γίνει χωρίς την παρέμβαση δικαστικού ή άλλου οργάνου και να πάρει τη μορφή συμβιβασμού. Μπορεί όμως να γίνει μεσολάβηση και τρίτων,… … Dictionary of Greek
φαρμακοποιία — η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ [φαρμακοποιός] η τέχνη τής παρασκευής φαρμάκων νεοελλ. συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους … Dictionary of Greek
κοινωνικό συμβόλαιο — Θεωρία που ερμηνεύει την κοινωνική συμβίωση και τις βάσεις της νομοθεσίας και βασίζεται στην αρχή ότι για την κατανόηση της συγκρότησης της κοινωνίας και των πολιτικών θεσμών είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας συμφωνίας (τουλάχιστον σιωπηρής) μεταξύ… … Dictionary of Greek
Λελούς, Κλοντ — (Claude Lelouch, Παρίσι 1937 –). Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διευθυντής φωτογραφίας και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κολέγιο Sainte Barbe και έγινε διάσημος στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 με το ρομαντικό δράμα Ένας άνδρας … Dictionary of Greek
Μπουρντιέ, Πιερ — (Pierre Bourdie, Ντανγκέν 1930 – 2002). Γάλλος κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, ανθρωπολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Εκόλ Νορμάλ Σουπεριέρ, από την οποία έλαβε διδακτορικό τίτλο. Το ενδιαφέρον του κέντρισαν η φιλοσοφία των Μερλό Ποντί, Χούσερλ και… … Dictionary of Greek